- στρόμβοι
- στρόμβοςa body roundedmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στρομβοῖ — στρομβέω pres opt act 3rd sg (attic epic doric) στρομβόω pres ind mp 2nd sg στρομβόω pres opt act 3rd sg στρομβόω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρόμβος — ο, ΝΜΑ 1. (γενικά) κάθε σχετικά βαρύ σφαιρικό ή κυλινδρικό σώμα που στρέφεται γύρω από τον άξονά του και, κυρίως, η σβούρα 2. το συνεστραμμένο, σπειροειδές άνω άκρο τού οστράκου τών σαλιγκαριών, αλλ. κόγχη νεοελλ. 1. ζωολ. γένος θαλάσσιων… … Dictionary of Greek